οὐλότριχος

οὐλότριχος
οὐλόθριξ
with crisp
masc/fem gen sg
οὐλότριχος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουλότριχος — η, ο (ΑΜ οὐλότριχος, ον) βλ. οὐλόθριξ …   Dictionary of Greek

  • οὐλοτριχώτερον — οὐλότριχος masc acc comp sg οὐλότριχος neut nom/voc/acc comp sg οὐλότριχος adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλότριχον — οὐλότριχος masc/fem acc sg οὐλότριχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοτριχώτερος — οὐλότριχος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλόθριξ — ο, η και ουλότριχος, η, ο (ΑΜ οὐλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, ον) αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», Αριστοτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών… …   Dictionary of Greek

  • ουλοτριχία — η [ουλότριχος] το να έχει κανείς κατσαρά μαλλιά, σγουρή κόμη …   Dictionary of Greek

  • ουλοτριχώ — οὐλοτριχῶ, έω (Α) [ουλότριχος] έχω σγουρά μαλλιά («τοὺς Ἰνδοὺς μὴ οὐλοτριχεῑν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • πελεκανός — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • οὐλότριχα — οὐλόθριξ with crisp masc/fem acc sg οὐλότριχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”